- οξυγονώνω
- οξυγόνωσα, οξυγονώθηκα, οξυγονωμένος1. για μέταλλα, οξειδώνω (βλ. λ.).2. μέσ., οξυγονώνομαι καθαρίζομαι με τη βοήθεια οξυγόνου: Στα ψηλά βουνά το αίμα οξυγονώνεται καλύτερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.